σερμαγιά

σερμαγιά
σερμαγιά, η και σιρμαγιά, η
(λ. τουρκ.), χρηματικό κεφάλαιο: Τον βοήθησα, ώσπου να πιάσει σερμαγιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σερμαγιά — και σιρμαγιά και συρμαγιά, η, Ν 1. το αρχικό χρηματικό κεφάλαιο που είναι αναγκαίο για την έναρξη μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας 2. (γενικά) χρηματικό κεφάλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sermaye] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • σιρμαγιά — η, Ν βλ. σερμαγιά …   Dictionary of Greek

  • συρμαγιά — η, Ν βλ. σερμαγιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”